- ατετραγώνιστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει τετραγωνιστεί ή που δεν μπορεί να τετραγωνιστεί: Ο κύκλος είναι ατετραγώνιστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ατετραγώνιστος — η, ο αυτός που δεν έχει ή που δεν μπορεί να τετραγωνιστεί, να διαμορφωθεί σε σχήμα τετραγώνου … Dictionary of Greek